- ἐριαύχην
- ἐριαύχηνwith arched neckmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριαύχην — ἐριαύχην, ὁ, ἡ (AM) 1. αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι») 2. υπερήφανος, καμαρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + αυχήν] … Dictionary of Greek
ἐριαύχενα — ἐριαύχην with arched neck masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριαύχενας — ἐριαύχην with arched neck masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριαύχενες — ἐριαύχην with arched neck masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριαύχενι — ἐριαύχην with arched neck masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριαύχενος — ἐριαύχην with arched neck masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek